- ἀπεύχεται
- ἀπεύχομαιwishpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απευκταίος — α, ο (AM ἀπευκταῑος, α, ον) [απεύχομαι] αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν) 1. το δυστύχημα 2. ο θάνατος … Dictionary of Greek